ἐπιπλώω

ἐπιπλώω
ἐπιπλώω, aor. 2 2 sing. ἐπέπλως, aor. 1 part. ἐπιπλώσᾶς:=ἐπιπλέω, Od. 3.15, Ζ 2, Il. 3.47.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐπιπλώω — ἐπιπλάζω fut ind act 1st sg (epic) ἐπιπλέω sail upon pres subj act 1st sg (epic ionic) ἐπιπλέω sail upon pres ind act 1st sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιπλέω — (Α ἐπιπλέω και ιων. τ. ἐπιπλώω) [πλέω] 1. πλέω ή ανεβαίνω και παραμένω στην επιφάνεια ενός υγρού («ἀσθενὲς δὲ τὸ ὕδωρ... ὥστε μηδὲν οἷόν τε εἶναι ἐπ’ αὐτοῡ ἐπιπλώειν, μήτε ξύλον», Ηρόδ.) 2. ακολουθώ άλλο πλοίο ή στόλο («ἐπέπλει κατόπιν ἐπί παντὶ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”